- δύσλυτος
- -η, -ο (AM δύσλυτος, -ον)1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά»)2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα»)αρχ.1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.)2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
Dictionary of Greek. 2013.